στρυμώχνω

στρυμώχνω
και στρυμώνω και στριμώ- (χ)νω και στριμώγνω Ν
1. συμπιέζω, συνωθώ
2. μτφ. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, σε πολύ δύσκολη θέση («μέ στρύμωξε και τού τά 'πα όλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στρυμώ(χ)νω κατά την πιθανότερη άποψη έχει σχηματιστεί από τον τ. στρύμοξ* που παραδίδει ο Ησύχ. με σημ. «ξύλο που χρησιμοποιείται για την πίεση τών σταφυλιών». Η άποψη ότι το ρ. προήλθε από αμάρτυρο *εἰσ-τριμμώνω (< τριμμός «δρόμος με μεγάλη κίνηση, δημόσιος»), η οποία δικαιολογεί και τη γρφ. στριμώ(χ)νω δεν θεωρείται τόσο πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συστενοχωρώ — έω, Α στρυμώχνω, πιέζω από όλες τις πλευρές, συμπιέζω («ἡ μὲν φύσις ἐλευθέρους ἡμᾱς ἀφίησιν, ἡμεῑς δὲ αὐτοὶ συνδέομεν ἑαυτούς, συστενοχωροῡμεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στενοχωρῶ «στρυμώχνω, περιορίζω»] …   Dictionary of Greek

  • στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… …   Dictionary of Greek

  • στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • στριμώχνω — Ν βλ. στρυμώχνω …   Dictionary of Greek

  • στρυμούρα — και στριμούρα, η, Ν 1. στρύμωγμα 2. μτφ. παραξενιά, δυστροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμ τού στρυμώχνω* + κατάλ. ούρα (πρβλ. κα ούρα, φαγούρα)] …   Dictionary of Greek

  • στρυμώκωλος — η, ο, Ν 1. στρυμωγμένος 2. στενός. επίρρ... στρυμώκωλα Ν 1. με στρύμωγμα 2. μτφ. με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρυμώχνω + κώλος] …   Dictionary of Greek

  • στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραβύω — Α στρυμώχνω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραβύω «παρεμβάλλω, παραγεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συναποστενώ — όω, Α 1. στενεύω επί πλέον, στενοχωρώ, στρυμώχνω επί πλέον 2. (κατ επέκτ.) μειώνω, ελαττώνω σε αριθμό («συναποστενώσας καὶ τοὺς τυραννοκτονήσοντας», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστενῶ «στενεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνειλώ — έω, Α 1. συσσωρεύω, στρυμώχνω σε ένα μέρος 2. (σχετικά με πράγματα) συνάπτω, συνδέω («συνειλέουσι τὰς ῥάβδους ὀπίσω», Ηρόδ.) 3. μέσ. συνειλοῡμαι, έομαι (για σκαντζόχοιρο) κουβαριάζομαι 4. παθ. συσσωρεύομαι ή συμπιέζομαι 5. φρ. «εἰς ἔλαττον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”